-
1 οργανισμός
ο1) организм; 2) организация; ο 'Οργανισμός των Ενωμένων Εθνών Организация Объединённых Наций; 3) положение, закон;οργανισμός των υπουργείων — положение о министерствах
-
2 οργανισμός
[организмос] ουσ. а. организм, организация,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οργανισμός
-
3 οργανισμός
[организмос] ουσ α организм, организация. -
4 αντιδρώ
(α) (αόρ. αντέδρασα) αμετ.1) противиться, сопротивляться, противодействовать;αντιδρώ κατά τού αιτήματος — про-
тивиться требованиям;2) реагировать, отвечать; ο οργανισμός του αντέδρασε его организм дал реакцию -
5 αντιπαλαίω
αντιπαλεύω (αόρ. αντεπάλαισα и αντιπάλεψα) μετ.1) бороться, сопротивляться, оказывать сопротивление; противоборствовать;αντιπαλαίω προς εχθρόν — бороться с врагом;
αντιπαλαίω προς κινδύνους — бороться с опасностями;
ο οργανισμός αντιπαλαίει κατά της νόσου — организм сопротивляется болезни;
2) состязаться, соперничать -
6 έθνος
το нация;τό δίκαιον των εθνών международное право; τα Ηνωμένα Έθνη Объединённые Нации; ο 'Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών Организация Объединённых Наций -
7 εξαντλημένες
η, ο[ν]1) исчерпанный, иссякший;τό βιβλίο αυτό είναι εξαντλημένεςο — эта книга уже распродана;
2) истощённый, изнурённый;εξαντλημένες οργανισμός — истощённый организм
См. также в других словарях:
οργανισμός — Έμβριο ον στα μορφολειτουργικά χαρακτηριστικά του. Κάθε ο. αποτελείται από ένα άθροισμα μερών και λειτουργιών που αλληλοσυμπληρώνονται. Με την έννοια του ο. συνδέεται και εκείνη της ζωϊκής δυναμικής με τις διάφορες όψεις της αύξησης και της… … Dictionary of Greek
Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών — (Organization of American States, OAS). Ιδρύθηκε με βάση τη διαμερικανική συνθήκη αμοιβαίας βοήθειας που υπογράφηκε στο Ρίο ντε Τζαανέιρο το 1947. Μέχρι το 1992 είχαν προσχωρήσει στον O.A.K. 35 κράτη μεταξύ των οποίων: Αϊτή, Αργεντινή, Βενεζουέλα … Dictionary of Greek
οργανισμός — ο 1. το σύνολο των οργάνων που βοηθούν στη λειτουργία της ζωής των ζωντανών όντων: Έχει ευαίσθητο οργανισμό. – Μικροσκοπικοί οργανισμοί. – Θαλάσσιοι οργανισμοί. 2. το σύνολο των διατάξεων που ρυθμίζουν τη λειτουργία κάποιας υπηρεσίας: Οργανισμός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος — Строительство новой линии Коринф Патры Организация железных дорог Греции (греч. Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδας) национальная железнодорожная компания Греции, обслуживающая большинство железных дорог в Греции. Организована в 1971 году, в Афинах.… … Википедия
αυτότροφος οργανισμός — Οργανισμός που δεν του χρειάζεται να παίρνει οργανικά συστατικά από εξωτερικές πηγές, επειδή μπορεί να κατασκευάζει τα απαραίτητα γι’ αυτόν οργανικά συστατικά από ανόργανα υλικά. Τα περισσότερα φυτά που περιέχουν χλωροφύλλη είναι α.ο. Τα φυτά… … Dictionary of Greek
Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών — Βλ. λ. OHE … Dictionary of Greek
Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης — Βλ. λ. ΟΟΣΑ … Dictionary of Greek
Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού — (EOT). Αυτοτελές πρόσωπο δημοσίου δικαίου με έδρα την Αθήνα. Συστήθηκε με το διάταγμα της 23ης Μαρτίου 1929, αλλά καταργήθηκε το 1936 από τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος ίδρυσε αυτόνομο υπουργείο Τύπου και Τουρισμού. Επανασυστάθηκε το 1950, μετά την… … Dictionary of Greek
ευκαρυωτικός οργανισμός — Ο οργανισμός του οποίου τα κύτταρα παρουσιάζουν την οργάνωση και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά που είναι κοινά στους ανώτερους οργανισμούς. Ειδικότερα, ένα ευκαρυωτικό κύτταρο πρέπει να παρουσιάζει πυρήνα ο οποίος να περικλείεται από διπλή… … Dictionary of Greek
γονοχωριστικός οργανισμός — Είδος που περιλαμβάνει άτομα με διακριτές αρσενικές και θηλυκές γονάδες … Dictionary of Greek
ετερόζυγος οργανισμός — Είναι το υβρίδιο που προέρχεται από την ένωση δύο γαμετών με διαφορετική γονοτυπική σύσταση (παραδείγματος χάριν άνθος κόκκινο και άνθος λευκό). Φέρει δύο διαφορετικά αλληλόμορφα γονίδια στις δύο αντίστοιχες θέσεις ενός ζεύγους ομολόγων… … Dictionary of Greek